- ἀπονίνημι
- ἀπ-ονίνημι, mid. fut. ἀπονήσεται, aor. 2 ἀπόνητο, opt. ἀπόναιο, -αίατο, part. ἀπονήμενος: mid., derive benefit from, get the good of anything: (τινός), Ἀχιλλεὺς | οἶος τῆς ἀρετῆς ἀπονήσεται, Il. 11.763; οὐδ' ἀπόνητο, ‘but had no joy’ thereof, Od. 11.324, Od. 16.120, Od. 17.293.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.